- αποδιακλασμός
- ἀποδιακλασμός, ο (Α) η διανοητική ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + δια - + -κλασμός < κλω (κλάω) «σπάζω, αποκόβω, εξασθενώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδιακλασμοί — ἀποδιακλασμός mental perturbation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)